-
1 παν-άσμενος
παν-άσμενος, ganz gern, Tzetz. im superl. πανασμενέστατα.
-
2 πανάσμενος
См. также в других словарях:
πανασμένως — (ΑΜ) επίρρ. προθυμότατα, πολύ ευχαρίστως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄσμενος + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek