-
1 παν-άργυρος
παν-άργυρος, ganz von Silber; κρητήρ, Od. 9, 203. 24, 275; ἔκπωμα, Soph. frg. 68.
-
2 πανάργυρος
πᾰν-άργῠρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάργυρος
-
3 πανάργυρος
παν-άργυρος: all of silver, solid silver, Od. 9.203 and Od. 24.275.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πανάργυρος
-
4 πανάργυρος
-
5 παναργυρος
-
6 νόμισμα
νόμισμα, τό, das durch Gebrauch und Sitte Anerkannte, Eingeführte, die Sitte, Aesch. Spt. 251 (wie Ar. νόμισμα τῶν κοτυλῶν διαλυμαίνεσϑαι, das gesetzmäßige, volle Maaß, Thesm. 348); Gesetz, Pers. 844; übh. Staatseinrichtung, οὐδὲν γὰρ ἀνϑρώποισιν οἷον ἄργυρος, κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε, Soph. Ant. 296; gew. die Münze, das Geld, Ar. Ran. 719. 721; νόμισμα ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται, Plat. Rep. II, 371 b; πᾶν σμικροῦ νομίσματος ἀποδίδοται, Soph. 234 a; ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν, Legg. IV, 705 b; Xen. Cyr. 4, 6, 12 u. öfter, wie Folgde; χαραχϑέν, κίβδηλον, Pol. 10, 27, 13. 33, 9, 3.
-
7 ἀργός
A shining, glistening, of a goose, Od.15.161; of a sleek, well-fed ox, Il.23.30; in Hom. mostly in the phrase πόδας ἀργοί, of hounds, swift-footed, because all swift motion causes a kind of glancing or flickering light, 18.578, Od.2.11, etc.;κύνες ἀργοί Il. 1.50
, 18.283, cf. D.S.4.41, Corn.ND16.II parox. as pr. n., Ἄργος, ὁ, name of a dog, Swift-foot, Od. 17.292: also of the herdsman Argus (i.e. bright-eyed, A.Pr. 567 (lyr.), Supp. 305 ) who was so called from his eyes being ever open and bright. (By dissimilation from Αργρός, cf. Skt. ṛjrá-, = (1) shining, (2) swift, Vedic pr. n. [Rnull ]ji-śvan-, lit. = possessing κύνες ἀργοί.)------------------------------------ἀργός (B), όν, later ή, όν Arist.EN 1167a11, Mete. 352a13, Thphr. Lap.27, Ath.Mech.12.11, etc.: ([var] contr. from ἀεργός):—prop.A not working the ground, Hdt.5.6; idle, lazy, opp. ἐργάτις, S.Ph.97, cf. Ar. Nu.53, etc.;γαστέρες ἀ. Epimenid.1
;ἀ. ἐπιθυμίαι Pl.R. 572e
; ἀ. τὴν διάνοιαν ib. 458a;τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀ. Th.3.82
; ἂν ἀ. ᾖ if he have no trade, Antiph.123.3;πότερον ἀνθρώπου οὐδέν ἐστιν [ἔργον] ἀλλ' ἀργὸν πέφυκεν; Arist.EN 1097b30
: c. gen. rei, idle at a thing, free from it, τῶν οἴκοθεν from domestic toils, E.IA 1000;πόνων σφοδρῶν Pl.Lg. 835d
; γυναῖκας ἀργοὺς ταλασίας ib. 806a; ἀ. αἰσχρῶν slow to evil, A.Th. 411;ἀργότεραι ἐς τὸ δρᾶν τι Th.7.67
;ἀ. περί τι Pl.Lg. 966d
.2 of things, ; of money, lying idle, yielding no return, opp. ἐνεργός, D.27.7 and 20; of land, lying fallow, Isoc.4.132, X.Cyr.3.2.19, Thphr.HP9.12.2; opp. πεφυτευμένος, IG7.2226B (Thisbe, iii A.D.);διατριβὴ ἀ.
in which nothing is done, fruitless,Ar.
Ra. 1498 (lyr.), Isoc.4.44;χρόνον ἀργὸν διάγειν Plu.Cor.31
. Adv.ἀργῶς, ἐπιμέλεσθαι X.Mem.2.4.7
;ἔχειν D.6.3
: [comp] Comp. and [comp] Sup. ἀργότερον, -ότατα, X.Oec.15.6 and 1.b ἀ. λόγος, name of a sophism, Chrysipp.Stoic.2.277, cf.Plu.2.574e.II [voice] Pass.,unwrought, ἁρμός, κυμάτιον, IG1.322b23,59;πυροὶ ἀ.
unprepared for eating,Hp.
VM13;ἄργυρος Paus.3.12.3
; βύρσαι undressed hides, Ath.Mech. l.c.; unpolished, Thphr.Lap.27.2 not done, left undone,κοὐκ ἦν ἔτ' οὐδὲν ἀ. S.OC 1605
;ἓν δ' ἐστὶν ἡμῖν ἀ. E.Ph. 766
; οὐκ ἐν ἀργοῖς not among things neglected, S.OT 287; .4 Astrol., τόπος ἀ., name of the 8t h of the 12 'houses', Ptol.Tetr. 128, Paul.Al.M.4;πλανήτης Plot.2.3.3
;ζῴδιον S.E.M.5.15
. -
8 ἔνειμι
ἔνειμι (εἰμί,A sum), [ per.] 3sg. and pl. ἔνι freq. for ἔνεστι, ἔνεισι (v. infr.): inf.ἐνεῖμεν IG22.1126.24
(Amphict.Delph.): [ per.] 3sg. ἔνι freq.for [tense] fut. ἐνέσομαι :—to be in,ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστι Od.10.45
; ἔνι (for ἔνεστι)κήδεα θυμῷ Il.18.53
;ἔνι τοι φρένες οὐδ' ἠβαιαί Od.21.288
;εἰ.. χάλκεον.. μοι ἦτορ ἐνείη Il.2.490
; εἴ τι ἐνέοι (sc. τοῖς χρησμοῖσι) Hdt.7.6; ; τοῖς λόγοις ἔ. κέρδος ib. 370;πόλλ' ἔ. τῷ γήρᾳ κακά Ar.V. 441
;πλήθη, ἐν οἷς τὸ ἓν οὐκ ἔνι Pl.Prm. 158c
;στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; ;ἐνῆν ἄρ'.. κἀν οἴνῳ λόγος Amphis 41
; :ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν παῖς Pl.Phd. 77e
; alsoἐν τοῖσιν οὔρεσι δένδρεα ἔνι ἄγρια Hecat.292
J.;ἐν [ὄρει] ἔνι μέταλλα Hdt.7.112
; , etc.b c. dat. pl., to be among, Thgn.1135, Hdt.3.81, al.;οὐκ ἔνι ἐν ὑμῖν οὐδεὶς σοφός 1 Ep.Cor.6.5
.c c. Adv.loci,οἴκοι ἔνεστι γόος Il.24.240
; ἔνεστιν αὐτόθι is in this very place, Ar.Eq. 119; , etc.2 abs., to be present in a place,οἶνος ἐνέην Od.9.164
; οὐδ' ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες ib. 126;οὐδ' ἔνι στάσις A.Pers. 738
(troch.);Ἄρης οὐκ ἔνι χώρᾳ Id.Ag.78
(anap.); σίτου οὐκ ἐνόντος as there was no corn there, Th.4.8; τὰ ἐνόντα ἀγαθά the good that is therein, ib.20; ἱερῶν τῶν ἐνόντων the temples that were in the place, ib.97;ἀμέλειά τις ἐνῆν καὶ διατριβή Id.5.38
;πόλεμος οὐκ ἐνῆν Pl.Plt. 271e
; .l.c.; also, to be mentioned in a treaty, Th.8.43, cf. Ar.Av. 974; χρόνος ἐνέσται time will be necessary, Th.1.80; ἡ βὴξ ἔνι the cough is persistent, Hp.Epid.7.12.II to be possible,ἄρνησις οὐκ ἔ. ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
;τῶνδ' ἄρνησις οὐκ ἔ. μοι Id.El. 527
; τίς δ' ἔνεστί μοι λόγος; what plea is possible for me [to make]? E.IT 998;οὐκ ἐνῆν πρόφασις X.Cyr.2.1.25
;οὐκ ἐνέσται αὐτῷ λόγος οὐδὲ εἷς D.21.41
;εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Id.18.190
;ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτ' ἀποστροφῆς Id.24.9
.2 impers., c. dat. pers. et inf., it is in one's power, S.Tr. 296, Ant. 213, etc.: c. inf. only,οὔκουν ἔ. καὶ μεταγνῶναι; Id.Ph. 1270
; ;πῶς ἔ. ἢ πῶς δυνατόν; Id.57.24
, etc.; οὐκ ἔνεστι it is not possible, Anaxil.22.7; ὃ μὴ νεώς γε τῆς ἐμῆς ἔνι which it is not possible [to get] from my ship, S.Ph. 648 (sed leg. ἔπι): ἔνι is freq. in this sense, ἃ δὲ ἔνι [λέγειν] D.2.4;δι' ὀργήν γ' ἔνι φῆσαι πεποιηκέναι Id.21.41
; ὡς ἔνι ἥδιστα in the pleasantest way possible, X. Mem.4.5.9, cf. 3.8.4;ὡς ἔνι μάλιστα Plb.21.4.14
, Ph.1.465, Luc. Prom.6, Jul.Or.7.218c: [tense] impf.,ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc.Tyr.17
.b ἔνεστιν ὑμᾶς εἰδέναι it is relevant, pertinent, BGU486.12 (ii A.D.).3 part. ἐνόν, abs., ἐνὸν αὐτοῖς σώζεσθαι since it was in them, was possible for them, Hdn.8.3.2, cf. Luc.Anach.9.4 τὰ ἐνόντα all things possible: τὸ πλῆθος τῶν ἐ. εἰπεῖν the possible materials for a speech, Isoc. 5.110, cf. 11.44;τῶν ἐ... ἐν τῷ πράγματι Pl.Phdr. 235b
;τῶν φαινομένων καὶ ἐ. τὰ κράτιστα ἑλέσθαι D.18.190
; ἐκ τῶν ἐ. as well as one can under the circumstances, ib.256;τὰ ἐ. καὶ τὰ ἁρμόττοντα Arist.Po. 1450b5
: in sg.,πᾶν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων Th.4.59
.
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
ισάργυρος — ἰσάργυρος, ον (Α) αυτός που έχει ίση αξία με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῑδα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. παν άργυρος, χρυσ άργυρος] … Dictionary of Greek
πανάργυρος — πανάργυρος, ον (Α) κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από άργυρο («κρητῆρα πανάργυρον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄργυρος] … Dictionary of Greek
ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… … Dictionary of Greek
πάμπλειστος — πάμπλειστος, είστη, ον (Α, Μ πάνπλειστος, είστη, ον) άφθονος, σε πολύ μεγάλη ποσότητα ή σε πολύ μεγάλο αριθμό («πάμπλειστος ἄργυρος», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πλεῖστος] … Dictionary of Greek
παναργύρεος — παναργύρεος, έα, ον (Α) κατασκευασμένος ολόκληρος από καθαρό άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀργύρεος «αργυρός»] … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek