Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πανῆμαρ

См. также в других словарях:

  • πανῆμαρ — all day indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανήμαρ — Α επίρρ. (επικ. τ.) κατά τη διάρκεια όλης τής ημέρας, καθ όλη την ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἦμαρ «ημέρα» (πρβλ. αντ ήμαρ)] …   Dictionary of Greek

  • ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»