-
1 πανᾶτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανᾶτις
-
2 πηνῆτις
См. также в других словарях:
πανάτις — πανάτις, άτιδος, ἡ (Α) βλ. πηνῑτις … Dictionary of Greek
πηνίτις — Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια. * * * και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, άτιδος, ἡ, Α (ως επίθ. τής Αθηνάς) η… … Dictionary of Greek