Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πανόδυρτος

См. также в других словарях:

  • πανόδυρτος — most lamentable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόδυρτος — ον, Α πάρα πολύ αξιοθρήνητος ή συνοδευόμενος από οδυρμούς («πανόδυρτος βοή», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι), πρβλ. φιλ όδυρτος] …   Dictionary of Greek

  • πανόδυρτον — πανόδυρτος most lamentable masc/fem acc sg πανόδυρτος most lamentable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόδυρτε — πανόδυρτος most lamentable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»