Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πανωλεθρία

См. также в других словарях:

  • πανωλεθρία — πανωλεθρίᾱ , πανωλεθρία utter destruction fem nom/voc/acc dual πανωλεθρίᾱ , πανωλεθρία utter destruction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανωλεθρίᾳ — πανωλεθρίαι , πανωλεθρία utter destruction fem nom/voc pl πανωλεθρίᾱͅ , πανωλεθρία utter destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανωλεθρία — η τέλεια καταστροφή: Ο εχθρικός στρατός έπαθε πανωλεθρία· μτφ., μεγάλη αποτυχία: Ορισμένα κόμματα έπαθαν πανωλεθρία στις εκλογές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανωλεθρία — η, ΝΜΑ [πανώλεθρος] ολοκληρωτική καταστροφή, πλήρης αφανισμός, εξολόθρευση («πανωλεθρίᾳ δὴ τό λεγόμενον καὶ πεζὸς καὶ νῆες καὶ οὐδὲν ὅ, τι οὐκ ἀπώλετο», Θουκ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) πλήρης αποτυχία …   Dictionary of Greek

  • πανωλεθρίας — πανωλεθρίᾱς , πανωλεθρία utter destruction fem acc pl πανωλεθρίᾱς , πανωλεθρία utter destruction fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανωλεθρίαι — πανωλεθρία utter destruction fem nom/voc pl πανωλεθρίᾱͅ , πανωλεθρία utter destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανωλεθρίαν — πανωλεθρίᾱν , πανωλεθρία utter destruction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανωλεθρίῃ — πανωλεθρία utter destruction fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • всегубительство — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. πανωλεθρία) напасть, от которой всё гибнет.… …   Словарь церковнославянского языка

  • вьсегоубительство — ВЬСЕГОУБИТЕЛЬСТВ|О (1*), А с. Всеобщее истребление: Страшно ѹбо бра(т)е впасти в руцѣ б҃а жива. страшно же ліце г(с)не на творѩща˫а зло. и всегубительство. злобу погублѩ˫а. (πανωλεθρίᾳ) ГБ XIV, 116а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Περσέας — I Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, γιος της Δανάης και του Δία. Ο παππούς του Ακρίσιος, βασιλιάς του Άργους, στον οποίο ένας χρησμός είχε προείπει το θάνατο από το χέρι του εγγονού του, τον έκλεισε μαζί με τη μητέρα του σε μια λάρνακα και τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»