Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πανυπέρτατος

См. также в других словарях:

  • πανυπέρτατος — highest of all masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρτατος — άτη, ον, Α 1. ο ανώτατος όλων («μεγέθει πανυπέρτατος», Αριστοτ.) 2. αυτός που βρίσκεται στο έσχατο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέρτατος] …   Dictionary of Greek

  • πανυπέρτατον — πανυπέρτατος highest of all masc acc sg πανυπέρτατος highest of all neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπερτάτη — πανυπέρτατος highest of all fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπερτάτην — πανυπέρτατος highest of all fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπερτάτου — πανυπέρτατος highest of all masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρτατα — πανυπέρτατος highest of all neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρταται — πανυπέρτατος highest of all fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρτατε — πανυπέρτατος highest of all masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρτατοι — πανυπέρτατος highest of all masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρτατ' — πανυπέρτατα , πανυπέρτατος highest of all neut nom/voc/acc pl πανυπέρτατε , πανυπέρτατος highest of all masc voc sg πανυπέρταται , πανυπέρτατος highest of all fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»