-
1 παντ-ήκοος
παντ-ήκοος, Alles hörend, Sp.
-
2 παντήκοος
См. также в других словарях:
παντήκοος — ον, Α αυτός που ακούει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. οξυ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek