-
1 παντιβόλος
παντῐβόλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντιβόλος
-
2 πρωτοβόλος
2 in course of shedding the first or milk teeth, of horses (intermediate between ἄβολος and παντιβόλος), PPetr.2p.115 (iii B.C.), Anatolian Studies 204 ([place name] Pisidia), Hippiatr.20; κάμηλος, ὄνος, BGU468.9 (ii A.D.), PFay. 92.23 (ii A.D.).II proparox. πρωτόβολος, ον, [voice] Pass., first struck,τέρμονα π. ἁλίῳ E.Tr. 1068
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοβόλος
См. также в других словарях:
παντιβόλος — ον, Α αυτός που έχει όλα του τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + βόλος (< βολή < βάλλω «ρίχνω, απορρίπτω») με τη σημ. ότι έχει αποβάλει τα πρώτα του δόντια (πρβλ. ά βολος (Ι)] … Dictionary of Greek