-
1 παντότης
παντότηςall-ness: fem nom sg -
2 παντότης
A all-ness, i. e. integrality, opp. ὁλότης (whole-ness, totality), Dam.Pr. 158,al., Simp.in Ph.785.8;ἡ π. ἡ νοητή Procl. in Ti.1.426
, cf. ib. 390.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντότης
-
3 παντοτήτων
παντότηςall-ness: fem gen pl -
4 παντότητα
παντότηςall-ness: fem acc sg -
5 παντότητας
παντότηςall-ness: fem acc pl -
6 παντότητες
παντότηςall-ness: fem nom /voc pl -
7 παντότητι
παντότηςall-ness: fem dat sg -
8 παντότητος
παντότηςall-ness: fem gen sg
См. также в других словарях:
παντότης — all ness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότης — ητος, ἡ, Α [πας, παντός] η ιδιότητα τού παντός … Dictionary of Greek
παντοτήτων — παντότης all ness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότητα — παντότης all ness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότητας — παντότης all ness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότητες — παντότης all ness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότητι — παντότης all ness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότητος — παντότης all ness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek