-
1 παντοπώλης
A huckster, Anaxipp.1.10, Ostr. 347, 348 (ii B. C.), Ostr.Bodl. i95 (ii/i B. C.):—written [full] πατοπούλης, MAMA3.249 ([place name] Corycus); cf. πανταπώλης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοπώλης
См. также в других словарях:
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
εφθοπώλης — ἑφθοπώλης, ὁ (Α) αυτός που πουλάει μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω) + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αρτο πώλης, παντο πώλης] … Dictionary of Greek
θεατροπώλης — θεατροπώλης, ου, ό (Α) αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση τού θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης. παντο πώλης] … Dictionary of Greek
ισχαδοπώλης — ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α) αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, παντο πώλης] … Dictionary of Greek
καθαροπώλης — καθαροπώλης, ὁ (Α) αρτοποιός που πουλάει καθαρό, λευκό άρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ετοιμο πώλης, παντο πώλης] … Dictionary of Greek
μονοπώλης — μονοπώλης, ὁ (Α) αυτός που μονοπωλεί, που έχει το μονοπώλιο ενός εμπορεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. παντο πώλης] … Dictionary of Greek
μυροπώλης — ο (Α μυροπώλης, θηλ. μυρόπωλις) αυτός που πουλά αρωματικά έλαια, μύρα, αρωματοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. παντο πώλης] … Dictionary of Greek
θερμοπωλείον — θερμοπωλεῑον, τὸ (Α) κατάστημα στο οποίο πωλούνταν θέρμοι, λούπινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + πωλείον < πώλης < πωλώ (πρβλ. βιβλιο πωλείο[ν], παντο πωλείο[ν])] … Dictionary of Greek
θερμοπώλιον — θερμοπώλιον, τὸ (Α) μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πώλιον (< πώλης < πωλώ), πρβλ. αρτο πώλιον, παντο πώλιον] … Dictionary of Greek