-
1 παντο-δυνάστης
παντο-δυνάστης, ὁ, = Vorigem, Orph. H. 11, 4.
-
2 παντοδύναμος,
παντο-δύναμος, u. παντο-δυνάστης, ὁ, allmächtig -
3 παντοδυνάστης
παντο-δύναμος, u. παντο-δυνάστης, ὁ, allmächtig -
4 παντοδυνάστης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδυνάστης
См. также в других словарях:
πυρσοδυνάστης — ὁ, Α ο κύριος, ο ηγεμόνας τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + δυνάστης «ηγεμόνας» (πρβλ. παντο δυνάστης)] … Dictionary of Greek