Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παντολιγοχρόνιος

См. также в других словарях:

  • παντολιγοχρόνιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντολιγοχρόνιος — ον, Α αυτός που διαρκεί πάντοτε λίγο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ὀλιγοχρόνιος] …   Dictionary of Greek

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»