-
1 πάντῃ
πάντῃ (Aσὺν τῷ ῑ Lex.Mess.p.409
, and so written in PEleph.1.14 (iv B. C.)), [dialect] Dor. [full] παντᾷ Pi.O.1.117, 9.24, Ar.Lys. 169, 180, Tab.Heracl. 1.141:—also [full] παντεῖ, Schwyzer 366 A12 (Tolophon, iii B. C.); [dialect] Aeol. [full] πάντᾳ Sapph.Oxy. 2076ii 18: Adv.:—every way, on every side, freq. folld. by a Prep.,π. ἀνὰ στρατόν Il.1.384
;π. περὶ τεῖχος 12.177
, etc.;π. ἀμφὶ νέκυν 23.34
;π. φοιτῶντες ἐπ' αἶαν Hes.Op. 125
;ὅσον τε ἐπὶ ιή σταδίους.. π. Hdt.1.126
; alsoπ. παπταίνοντι Od.12.233
;διασκοπεῖν Ar.V. 246
; ἱρὸν δύο σταδίων π. on every side, Hdt.1.181, cf. 2.168;κύκλῳ π. X.An.3.1.2
.
См. также в других словарях:
παντεί — Α βλ. παντή … Dictionary of Greek
πάντη — πάντῃ, δωρ. τ. παντᾷ και σε πάπ. παντεῑ, αιολ. τ. πάντᾳ, ΝΑ νεοελλ. ναυτικό παράγγελμα κατά την εκτέλεση τού οποίου οι ναύτες αφήνουν ελεύθερο ό,τι κρατούσαν με τα χέρια τους, κν. μπάντου ή αμπάντα αρχ. 1. προς κάθε κατεύθυνση, σε όλα τα μέρη,… … Dictionary of Greek