-
1 παντελής
παντελήςall-complete: masc /fem acc pl (attic epic doric)παντελήςall-complete: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
2 παντελῆς
παντελήςall-complete: masc /fem acc pl (attic epic doric)παντελήςall-complete: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
3 παντελής
1 accomplishing its full courseὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Θεμίγονοι Pae. 1.5
-
4 παντελης
21) полный, законченный(σάγη Aesch.; πανοπλία Plat.)
2) абсолютный, неограниченный(μοναρχία Soph.; ἐλευθερία Plat.)
π. δάμαρ Soph. — полновластная, т.е. законная супруга;βωμοὴ ἐσχάραι τε παντελεῖς Soph. — абсолютно все жертвенники и домашние алтари;τὰ δήμου παντελῆ ψηφίσματα Aesch. — состоявшееся решение народа3) все завершающий, все осуществляющий(Ζεύς, χρόνος Aesch.)
-
5 παντελής
παντελήςall-complete: masc /fem nom sg -
6 παντελής
παντελής, ές,A all-complete, absolute,παντελῆ σάγην ἔχων A.Ch. 560
; ; πανοπλία, ἐλευθερία, μανία, Pl.Lg. 796c, 698a, D.Chr.38.17; π. δάμαρ mistress of the house, S.OT 930; δήμου π. ψηφίσματα with full authority, A.Supp. 601;π. κήρυγμα S.Ichn.13
; π. ἐσχάραι complete tale of sacrificial hearths, Id.Ant. 1016.II [voice] Act., all-accomplishing, (lyr., s. v.l.); (lyr.);π. εὐεργέτης S.Ichn.79
.III Adv. παντελῶς, [dialect] Ion. - έως, altogether, utterly, with Verbs,διῶρυξ π. πεποιημένη Hdt.7.37
;λίθινα π. ἐξειργασμένα IG12.372.93
; παντελέως εἶχε τὸ οἴκημα it was quite finished, Hdt.4.95;π. διώρισε A.Pr. 440
; π. κρανθήσεται ib. 911; π. θανεῖν to die outright, S.OT 669;ἐκμεμάθηκα ταῦτα π. Epicr.4
, etc.: with Adjs.,π. βαθεῖα φάλαγξ X.HG2.4.34
;π. ἄφρων Men.694
;ἄχρηστα π. Philippid.12
;π. Βοιώτιοι Alex.237.1
; οὐ π. not at all, Men.5; from first to last,π. ἕως ἂν διεξέλθῃ διὰ πάντων Arist.Pol. 1298a16
.2 in answers, most certainly,παντελῶς γε Pl. R. 379c
, 485d;π. μὲν οὖν Id.Prm. 155c
, 160b, R. 401a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντελής
-
7 παντελής
παντελής, ές (πᾶς, τέλος; Trag., Hdt.+; ins, pap; 3 Macc 7:16; GrBar 4:10; Tat. 6, 1; Ath., R. 19 p. 72, 13 al.) in our lit. in the form εἰς τὸ π. for the adv. παντελῶς (Philo, Joseph., Tat., Aelian)① pert. to meeting a very high standard of quality or completeness, completely.ⓐ with respect to an action (quite) complete, perfect, absolute, the same thing as παντελῶς, i.e. completely, fully, wholly. The Armen. version understands σῴζειν εἰς τὸ π. δύναται Hb 7:25 in this sense; so also many later interpreters. μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ π. Lk 13:11 is also understood in this sense by many: she could not stand completely straight (εἰς τὸ π. in this mng. Aelian, NA 17, 27; Cyranides 57, 4; Philo, Leg. ad Gai. 144; Jos., Ant. 1, 267; 3, 264; 274; 6, 30; 7, 325).ⓑ with respect to ability completely, at all so Lk 13:11, if εἰς τὸ π. is taken w. μὴ δυναμένη instead of w. ἀνακῦψαι she was completely unable to straighten herself up = she could not straighten herself up at all (Goodsp.; so the Vulg., but the ancient Syriac gospel transl. [both Sinaitic and Curetonian] permits both this sense and a above.—Ael. Aristid. 26, 72 K.=14 p. 351 D.: παράδειγμα εἰς τὸ π. οὐκ ἔχει).② pert. to unlimited duration of time, forever, for all time (Aelian, VH 7, 2; 12, 20 [parall. to διὰ τέλους]; OGI 642, 2 εἰς τὸ παντελὲς αἰώνιον τειμήν; RB 39, ’30, 544 lines 18f; 546 ln. 6; PLond III, 1164 f, 11 p. 161 [212 A.D.]. Perh. Jos., Ant. 3, 274) Hb 7:25 is understood in this sense by the Vulg., Syr. and Copt. versions, and many moderns, including Rohr, Windisch, Montefiore, NRSV.—DELG s.v. τέλος. M-M. TW. -
8 παντελής
ης, ες полный, совершенный;παντελής άγνοια — а) полное незнание; — б) полное игнорирование
-
9 παντελής
{прил., 2}законченный, полный, совершенный; ср.р. с 1519 ( εἰς) обозн. до конца, полностью, совершенно, абсолютно, навсегда (о времени).Ссылки: Лк. 13:11; Евр. 7:25.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παντελής
-
10 παντελής
{прил., 2}законченный, полный, совершенный; ср.р. с 1519 ( εἰς) обозн. до конца, полностью, совершенно, абсолютно, навсегда (о времени).Ссылки: Лк. 13:11; Евр. 7:25.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παντελής
-
11 παντελής
законченный, полный, совершенный; ср.р. с (εἰς) обозн.: до конца, полностью, совершенно, абсолютно, (на)всегда (о времени).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παντελής
-
12 παντελής
-ής,-ές + A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 7,16 -
13 παντελής
-
14 παντελέστερον
παντελήςall-complete: adverbial compπαντελήςall-complete: masc acc comp sgπαντελήςall-complete: neut nom /voc /acc comp sg -
15 παντελές
παντελήςall-complete: masc /fem voc sgπαντελήςall-complete: neut nom /voc /acc sg -
16 παντελέστατον
παντελήςall-complete: masc acc superl sgπαντελήςall-complete: neut nom /voc /acc superl sg -
17 παντελέσι
παντελήςall-complete: masc /fem /neut dat pl -
18 παντελέσιν
παντελήςall-complete: masc /fem /neut dat pl -
19 παντελέων
παντελήςall-complete: masc /fem /neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
20 παντελέως
παντελήςall-complete: adverbial (epic doric ionic aeolic)
См. также в других словарях:
παντελῆς — παντελής all complete masc/fem acc pl (attic epic doric) παντελής all complete masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντελής — all complete masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντελής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο σημείο ως προς ένα γνώρισμα του, ολοσχερής, εντελής, ολικός, ολοκληρωτικός (α. «παντελής ερήμωση» β. «παντελὴς μανία», Δίον. Χρυσ.) αρχ. 1. πλήρης, ολόκληρος 2. αυτός που κατορθώνει τα πάντα 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
Ζερβός, Παντελής — (Λουτράκι 1908 – 1982). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη σχολή του Καρόλου Κουν. Πρωτοεμφανίστηκε το 1935 στον ρόλο του Πολυμήστορα στην Ερωφίλη του Χορτάτζη και τον επόμενο χρόνο ερμήνευσε τον Ηρακλή στην Άλκηστι του… … Dictionary of Greek
Πρεβελάκης, Παντελής — (Pέθυμνο 1909 – 1986). Λογοτέχνης και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας και στη Σχολή Γραμμάτων και το Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου του Παρισιού. Το 1935 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της… … Dictionary of Greek
Χορν, Παντελής — (1880 – 1941). Θεατρικός συγγραφέας. Το 1899 αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Την περίοδο που ήταν ανθυποπλοίαρχος του πολεμικού ναυτικού, έγραψε το πρώτο δραματικό του έργο, εμπνευσμένο από το δημοτικό τραγούδι Το γεφύρι της Άρτας, με… … Dictionary of Greek
Αλισάφης, Παντελής — Αγωνιστής του 1821, που καταγόταν από τη Νάξο. Πολέμησε υπό τις διαταγές του Στεκούλη και του Ραυτόπουλου … Dictionary of Greek
Βασσάνης, Παντελής — (Πορταριά 1830 – 1892). Εθνικός ευεργέτης. Γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια. Ταξίδεψε στη Σμύρνη και από εκεί στην Αλεξάνδρεια, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο. Τελικά εγκαταστάθηκε οριστικά στην πόλη Τάντα της Αιγύπτου, όπου έμεινε επί τριάντα χρόνια… … Dictionary of Greek
Βούλγαρης, Παντελής — (Αθήνα 1940 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης στη Φίνος Φιλμ σε περισσότερες από 30 ταινίες. Εξαιρετικές υπήρξαν οι δύο πρώτες, μικρού μήκους ταινίες του, Κλέφτης… … Dictionary of Greek
Καλιότσος, Παντελής — (Αθήνα 1925 –). Λογοτέχνης. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία και, κυρίως, με το μυθιστόρημα και το θέατρο. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1958 με το έργο Η θλιβερή ιστορία μιας κουτσουλιάς. Ακολούθησαν τα έργα Ο μεσαίος τοίχος (1965), Οι… … Dictionary of Greek
Κοντογιάννης, Παντελής — (Χίος 1866 – 1928). Πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Φοίτησε ως υπότροφος του κληροδοτήματος Κρεατσούλη στη Ριζάρειο Σχολή και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία. Επιστρέφοντας από το εξωτερικό διορίστηκε καθηγητής της ιερατικής σχολής Καισαρείας της… … Dictionary of Greek