-
1 παντελειωθής
-
2 παντελειωθῇς
См. также в других словарях:
παντελειωθῇς — παντελειόω consummate aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 παντελειωθής
2 παντελειωθῇς
παντελειωθῇς — παντελειόω consummate aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)