-
1 παντελεία
παντελείᾱ, παντέλειαconsummation: fem nom /voc /acc dual——————παντελείᾱͅ, παντέλειαconsummation: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 παντέλεια
παντέλεια, ἡ,A consummation,ἡ π. τῆς καταφθορᾶς Plb.1.48.9
;π. ἀρετῆς Ph.1.38
; πᾶσα πολιτικὰ κοινωνία λύρας παντελῄᾳ ποτέοικεν prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94;εἰς ἀσφαλῆ τινα καὶ βεβαίαν π. ἀγαθῶν ἐξικόμενον Plu.2.106
If; εἰς π. διδαχθῆναι, opp. εἰς τύπωσιν, Phld. Rh.2.34S.; τριετηρικὴ π., of the great mysteries, Plu.2.671d, cf. IG 3.77.II παντέλεια was a Pythagorean name of the number ten, Theol.Ar.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντέλεια
-
3 παντέλεια
παντέλειαconsummation: fem nom /voc sgπαντέλειοςin pure perfection: neut nom /voc /acc pl -
4 παντελείᾳ
Βλ. λ. παντελεία -
5 παντελείας
παντελείᾱς, παντέλειαconsummation: fem acc plπαντελείᾱς, παντέλειαconsummation: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 παντέλειαν
παντέλειαconsummation: fem acc sg -
7 τριετηρικός
A belonging to aτριετηρίς, παντέλεια Plu.2.671d
;ἀγῶνες τ. IG5(1).662.6
([place name] Laconia), cf. POxy.2105.3 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριετηρικός
См. также в других словарях:
παντελεία — παντελείᾱ , παντέλεια consummation fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντελείᾳ — παντελείᾱͅ , παντέλεια consummation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντέλεια — consummation fem nom/voc sg παντέλειος in pure perfection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντέλεια — Γιορτή των αρχαίων Ελλήνων που αποτελούσε μέρος της λατρείας της θεάς Δήμητρας. Η γιορτή δεν είχε πανελλήνιο χαρακτήρα αλλά τοπικό (Ελευσίνα, Συρακούσες). * * * ἡ, Α [παντελής] 1. ο μέγιστος βαθμός, το κορύφωμα, η απόλυτη πληρότητα («τοιαύτην… … Dictionary of Greek
παντελείας — παντελείᾱς , παντέλεια consummation fem acc pl παντελείᾱς , παντέλεια consummation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντέλειαν — παντέλεια consummation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пантелеймон — Запрос «Пантелеимон» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Пантелеймон греческое Род: муж. Отчество: Пантелеймонович Пантелеймоновна Производ. формы: Пантелеймонка, Пантя, Пантюха, Пантюша, Паня, Пана, Моня, Пантелейка, Пантелюха,… … Википедия
παντέλειος — ον, ΜΑ τέλειος σε όλα αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον ὁλόκληρον» 3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» ο αριθμός δέκα. επίρρ... παντελείως Α με… … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱԿԱՏԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0062 Chronological Sequence: 5c, 6c, 12c գ. παντέλεια summa perfectio, integritas, ingens sumtus Որպէս ծայրագոյն կատարելութիւն. *Տեսանես զամենակատարութիւն հոգւոյն. Լմբ. սղ.: Ամբողջութիւն. անարատութիւն. եւ լրումն կատարելութեան յիւրում… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)