-
1 πανστρατιάς
-
2 πανστρατιᾶς
-
3 πανστρατιᾷ
A with the whole army, Hdt.1.62, 3.39, 7.203, al., Th.2.5, 6.7, al.: nom. πανστρατιά is not found; gen., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανστρατιᾷ
См. также в других словарях:
πανστρατιᾶς — πανστρατιά fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)