-
1 πανσπερμηδόν
πανσπερμηδόνwith all sorts of seeds: indeclform (adverb) -
2 πανσπερμηδόν
πανσπερμηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανσπερμηδόν
См. также в других словарях:
πανσπερμηδόν — with all sorts of seeds indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσπερμηδόν — Α επίρρ. με σπέρματα κάθε είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνσπερμος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek