Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πανοῠργα

См. также в других словарях:

  • πανοῦργα — πανοῦργος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοῦργ' — πανοῦργα , πανοῦργος neut nom/voc/acc pl πανοῦργε , πανοῦργος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολομήτης — δολομήτης, ο και δολόμητις, ο, η (Α) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πανούργα, πονηρή σκέψη, δολερός 2. φρ. «δολόμητις ἀπάτα» δόλια απάτη …   Dictionary of Greek

  • δολοπλόκος — α, ο (AM δολοπλόκος, ον) αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια …   Dictionary of Greek

  • κερδώ — (I) κερδῶ, οῡς και όος, ἡ (Α) [κέρδος] 1. (ως επίθ. τής αλεπούς) αυτή που επιδιώκει κέρδος, πανούργα, δόλια, κατεργάρα, κλέφτρα 2. η αλεπού 3. (κατά τον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό) «γαλή» η άγρια γαλή, δηλ. η νυφίτσα ή το κουνάβι, η ικτίς ή ίκτις.… …   Dictionary of Greek

  • μαργιόλης — και μαργιόλος, α, ικο 1. αυτός που συμπεριφέρεται με πονηριά, εύστροφος, πανούργος, κατεργάρης 2. το θηλ. ως ουσ. η μαργιόλα (ιδίως σχετικά με τον έρωτα) παιχνιδιάρα, ναζιάρα, πανούργα σε ερωτικά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. επίθ. mariollo)] …   Dictionary of Greek

  • μαστόρισσα — η (Μ μαστόρισσα) [μάστορας] νεοελλ. 1. η σύζυγος τού μάστορα 2. γυναίκα τών σκηνιτών σιδηρουργών, τών γύφτων, γύφτισσα 3. μοδίστρα 4. γυναίκα έξυπνη και προικισμένη με μεγάλη δεξιοτεχνία για ορισμένα κατασκευάσματα ή για ορισμένες ενέργειες,… …   Dictionary of Greek

  • πανούργος — α, ο / πανοῡργος, ον, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ. β. «ζημιουμένου ἀκολάστου… …   Dictionary of Greek

  • ποντοκύκη — ἡ, Α γυναίκα που προκαλεί ταραχές, δηλ. τόσο πανούργα που ταράζει και τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κυκῶ «ταράζω»] …   Dictionary of Greek

  • στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»