-
1 πανο ῦργος
πανο ῦργος, eigtl. Alles zu thun im Stande; im guten Sinne, zu jedem Geschäfte tüchtig, geschickt, gewandt, wie Arist. eth. 6, 12 sagt διὸ καὶ τοὺς φρονίμους δεινοὺς καὶ πανούργους φαμὲν εἶναι; vgl. Schol. Ar. Ran. 35; – gew. aber im bösen Sinne, listig, schlau, betrügerisch; βροτῶν τλήμονι καὶ πανούργῳ χειρί, Aesch. Ch. 278; τὸ πανοῦργον, Soph. El. 1057, wie τὰ πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ Phil. 448; πανοῦργον κλῶπα, Eur. Alc. 769, öfter; δοῦλον πανουργότατον καὶ διαβολώτατον, Ar. Equ. 45; ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ σοφὸς οἰόμενος εἶναι, Plat. Rep. III, 409 c, καὶ δεινοί, Theaet. 177 a; Folgde, von Thieren, wie vom Fuchs, Arist. H. A. 1, 1: Ael. V. H. 1, 5. – Den unregelmäßigen compar. πανουργέστερος, wie von πανουργής, hat Plut. de Pyth. orac. u. A. – Adv. πανούργως, Ar. Equ. 317 Plat. Soph. 239 c u. Sp.; πανουργότατα, Ar. Equ. 56.
-
2 παλιν-τριβής
παλιν-τριβής, ές, wiederholt gerieben, abgerieben; bei Soph. Phil. 448, wo παλιντριβῆ καὶ πανοῦργα den δίκαια καὶ χρηστά entgegengesetzt ist, scheint es so zu nehmen, wie Simonds. de mul. 43 den Esel παλ. nennt, der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist; der Schol. Soph. erkl. τετριμμένα τοῖς κακοῖς.
-
3 στρογγύλος
στρογγύλος, rund, abgerundet, zugerundet; λοφεῖον, Ar. Nubb. 741; χάλαζαι, 1111; πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη, Plat. Phaed. 97 d; Ggstz bei Linien εὐϑύς, Menon 74 d; übertr., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται, Phaedr. 234 e; στύλος, Pol. 1, 22, 4 u. A.; πλοῖα, runde od. Kauffahrteischiffe, im Ggstz zu den länglichen, spitzgeschnäbelten Kriegsschiffen, Thuc. 2, 97; Dem. Lpt. 162, ἱστία, volle, geschwellte, aufgeblasene Segel, App. B. C. 4, 86; – von Füßen der Pferde und Hunde, Xen., z. B. Cyn. 4, 1; – von einer Flasche, En. ad. 77 (V, 135); – στρογγύλα ῥήματα, Ar. Ach. 656, vom Schol. πιϑανά u. πανοῠργα erklärt, gedrungene Rede, wohl abgerundet, so στόμα στρογγύλον, Ar. tr. 397, das os rotundum des Horat., ein runder Mund, der Alles in der vollkommensten Art vorträgt, dah. στρογγύλοι καὶ βραχυλόγοι vrbdn, Plut., de garrul. 17, u. στρογγύλη λέξις, der wohlgerundete, wohlausgearbeitete Ausdruck; – στρογγύλως ἐκφέρειν, nett u. knapp ausdrücken; aber στρογγύλως βιοῠν ist = knapp u. eingeschränkt leben, Plut. sept. sap. conv. 14.
-
4 κόβᾱλος
κόβᾱλος, ὁ, Kobold, Possenreißer u. Schmarotzer, Gauner, der Anderen betrügerisch seines eigenen Vortheils wegen schmeichelt; neben ἀγοραῖοι u. πανοῠργοι Ar. Ran. 1015, vgl. Equ. 450; καὶ μόϑων Plut. 279, wo die Schol. wie Harpocr. bemerken, daß eigtl. δαίμ ονές τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον so heißen, satyrähnliche Gesellen des Bacchus, die ihn durch ihre Späße belustigten; vgl. Lob. Aglaoph. p. 1313. – Bei Arist. H. A. 8, 12 von einem Vogel ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής. – Adj., possenhaft u. gaunerisch, spitzbübisch; κόβαλά γ' ἐστίν, ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ Ar. Ran. 104, Schol. ἀπατητικά, πανοῦργα, vgl. Equ. 415.
-
5 στρογγύλος
στρογγύλος, rund, abgerundet, zugerundet; Ggstz bei Linien εὐϑύς; πλοῖα, runde od. Kauffahrteischiffe, im Ggstz zu den länglichen, spitzgeschnäbelten Kriegsschiffen; ἱστία, volle, geschwellte, aufgeblasene Segel; von Füßen der Pferde und Hunde; von einer Flasche; στρογγύλα ῥήματα, = πιϑανά u. πανοῠργα erklärt, gedrungene Rede, wohl abgerundet, so στόμα στρογγύλον, das os rotundum des Horat., ein runder Mund, der alles in der vollkommensten Art vorträgt; dah. στρογγύλοι καὶ βραχυλόγοι u. στρογγύλη λέξις, der wohlgerundete, wohlausgearbeitete Ausdruck; στρογγύλως ἐκφέρειν, nett u. knapp ausdrücken; aber στρογγύλως βιοῠν ist = knapp u. eingeschränkt leben
См. также в других словарях:
πανοῦργα — πανοῦργος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοῦργ' — πανοῦργα , πανοῦργος neut nom/voc/acc pl πανοῦργε , πανοῦργος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολομήτης — δολομήτης, ο και δολόμητις, ο, η (Α) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πανούργα, πονηρή σκέψη, δολερός 2. φρ. «δολόμητις ἀπάτα» δόλια απάτη … Dictionary of Greek
δολοπλόκος — α, ο (AM δολοπλόκος, ον) αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια … Dictionary of Greek
κερδώ — (I) κερδῶ, οῡς και όος, ἡ (Α) [κέρδος] 1. (ως επίθ. τής αλεπούς) αυτή που επιδιώκει κέρδος, πανούργα, δόλια, κατεργάρα, κλέφτρα 2. η αλεπού 3. (κατά τον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό) «γαλή» η άγρια γαλή, δηλ. η νυφίτσα ή το κουνάβι, η ικτίς ή ίκτις.… … Dictionary of Greek
μαργιόλης — και μαργιόλος, α, ικο 1. αυτός που συμπεριφέρεται με πονηριά, εύστροφος, πανούργος, κατεργάρης 2. το θηλ. ως ουσ. η μαργιόλα (ιδίως σχετικά με τον έρωτα) παιχνιδιάρα, ναζιάρα, πανούργα σε ερωτικά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. επίθ. mariollo)] … Dictionary of Greek
μαστόρισσα — η (Μ μαστόρισσα) [μάστορας] νεοελλ. 1. η σύζυγος τού μάστορα 2. γυναίκα τών σκηνιτών σιδηρουργών, τών γύφτων, γύφτισσα 3. μοδίστρα 4. γυναίκα έξυπνη και προικισμένη με μεγάλη δεξιοτεχνία για ορισμένα κατασκευάσματα ή για ορισμένες ενέργειες,… … Dictionary of Greek
πανούργος — α, ο / πανοῡργος, ον, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ. β. «ζημιουμένου ἀκολάστου… … Dictionary of Greek
ποντοκύκη — ἡ, Α γυναίκα που προκαλεί ταραχές, δηλ. τόσο πανούργα που ταράζει και τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κυκῶ «ταράζω»] … Dictionary of Greek
στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek