-
1 лукавство
лукав||ствос ἡ πανουργία, ἡ πονηρία, ἡ κατεργαριά. -
2 ухищрение
ухищрени||ес ἡ πονηριά, ἡ πανουργία, ἡ κατεργαριά/ τό τέχνασμα (уловка):прибегать к \ухищрениеям καταφεύγω σέ διάφορες κατεργαριές. -
3 хитрость
хитрост||ьж1. ἡ πονηριά, ἡ πανουργία, ἡ κατεργαριά·2. (уловка, прием) ἡ πονηριά, ὁ δόλος, τό τέχνασμα:военная \хитрость τό στρατήγημα, τό στρατηγικό τέχνασμα· взять \хитростьью καταφέρνω κάτι μέ πονηριά· пуститься на \хитростьи χρησιμοποιώ πονηριά·3. (изобретательность, искусность) ἡ ἐφευρετικότητα, ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ ἐξυπνάδα·4. (трудность, сложность) ἡ δυσκολία, τό πολύπλοκο· ◊ вот в чем \хитрость νά ποῦ εἶναι τό κουμπί· не велика \хитрость! σπουδαίο πράμα! -
4 лукавство
-а ουδ.πονηριά, όολιότητα, πανουργία, δολορραφία. || λογοπαίγνιο, καλά, μπουρί. -
5 макиавеллизм
-а α.μακιαβελισμός. || μτφ. δολιότητα, υπουλότητα, πανουργία. -
6 мудрование
-я ουδ.1. επινόηση, σοφιστία• ευφυολογία. || πανουργία, δολιότητα.2. κορόϊδεμα, εμπαιγμός. -
7 подвох
-а α.κατεργαριά, πανουργία, βρωμιά, βρωμοδουλειά• τέχνασμα. -
8 ухищрение
-я ουδ.πονηριά, πανουργία,κατεργαριά• τέχνασμα. -
9 хитросплетение
-я ουδ.μανούβρα, δολοπλοκία, πλεκτάνη, εξϋφανση δόλου. || πανουργία• ραδιουργία. -
10 хитрость
-и θ.1. πονηριά, -άδα, δολιότητα• πανουργία, κατεργαριά•хитрость ума πολυμηχανία•
хитрость лисы η πονηριά της αλεπούς, αλωπεκισμός•
пуститься нахитростьи καταφεύγω σε πονηριές.
2. επινόημα πανούργο, τέχνασμα, κόλπο, μηχανή.εκφρ.не велика ή не большая хитрость – δεν είναι τίποτε το δύσκολο,το πολύπλοκο. -
11 хитроумие
-я ουδ.πανουργία, πολυμηχανία. -
12 шельмоватость
-и θ.κατεργαριά, λωποδυσια• πονηριά• πανουργία• μαργιολιά. -
13 штука
-и θ.1. κομμάτι, τεμάχιο• ένα από τα πολλά όμοια πράγματα• πράγμα, αντικείμενο•пять штук сахара πέντε κομμάτια ζάχαρη•
штука полотна ένα κομμάτι ύφασμα•
работать от -и δουλεύω με το κομμάτι•
сорок штук рогатого скота σαράντα κερασφόρα ζώα•
двадцать штук арбузов είκοσι κομμάτια καρπούζια.
2. τέχνασμα, κόλπο, μηχανή• τερτίπι. || πονηριά, πανουργία• διαβολιά. || φαινόμενο• υπόθεση-περιστατικό. || άνθρωπος πονηρός.3. τόπι υφάσματος άθικτο (αναρχίνηγο).εκφρ.не -а – δεν είναι κανένα πράγμα δύσκολο•вот так -! – νά σου πράγμα!
См. также в других словарях:
πανουργία — πανουργίᾱ , πανουργία knavery fem nom/voc/acc dual πανουργίᾱ , πανουργία knavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίᾳ — πανουργίαι , πανουργία knavery fem nom/voc pl πανουργίᾱͅ , πανουργία knavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργία — η δόλια σκέψη, πονηριά, απάτη, τέχνασμα, κατεργαριά: Τελευταία άρχισε και η πανουργία της νόθευσης των φαρμάκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανουργία — η, ΝΜΑ [πανούργος] 1. η ιδιότητα τού πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ ἔχθιστον», Σοφ.) 2. πονηρό, δόλιο τέχνασμα («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.) αρχ. (για… … Dictionary of Greek
πανουργίας — πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem acc pl πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίαι — πανουργία knavery fem nom/voc pl πανουργίᾱͅ , πανουργία knavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίαν — πανουργίᾱν , πανουργία knavery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργιῶν — πανουργία knavery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίαις — πανουργία knavery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίης — πανουργία knavery fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek