-
1 πανουργια
ἥ хитрость, коварство, дурной поступок Aesch., Soph., Lys., Plat., Arst. etc.ὁ πανοῦργος πανουργίαις κεκασμενος Arph. — плут, блистающий (всяческими) плутнями
-
2 πανουργία
{сущ., 5}коварство, хитрость, лукавство.Ссылки: Лк. 20:23; 1Кор. 3:19; 2Кор. 4:2; 11:3; Еф. 4:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πανουργία
-
3 πανουργία
{сущ., 5}коварство, хитрость, лукавство.Ссылки: Лк. 20:23; 1Кор. 3:19; 2Кор. 4:2; 11:3; Еф. 4:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πανουργία
-
4 πανουργία
т)1) хитрость, лукавство; 2) обман, мошенничество; махинации -
5 πανουργία
коварство, хитрость, лукавство; син. κυβεία, μεθοδεία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πανουργία
-
6 πανουργίᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πανουργίᾳ
-
7 πανουργία
-
8 πανουργία
[панургиа] ουσ θ хитрость, лукавство. -
9 δριμυτης
- ητος ἥ1) острота, едкость(τοῦ καπνοῦ Polyb.; ἰχῶρος Diod.; перен. σκωμμάτων Luc.)
2) тонкий подход, проницательность(πρὸς τὰ μαθήματα Plat.)
3) хитрость, ловкость(δ. καὴ πανουργία Plut.)
4) пылкость, рвение(προσοχέ καὴ δ. Plut.)
-
10 στρεψοδικοπανουργια
-
11 κυβεία
лукавство, обман, хитрость; син. μεθοδεία, πανουργία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κυβεία
-
12 μεθοδεία
коварный замысел, хитрость; мн.ч. козни; син. κυβεία, πανουργία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεθοδεία
-
13 2940
{сущ., 1}лукавство, обман, хитрость (Еф. 4:14).Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2940
-
14 κυβεία
{сущ., 1}лукавство, обман, хитрость (Еф. 4:14).Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κυβεία
-
15 κυβεία
{сущ., 1}лукавство, обман, хитрость (Еф. 4:14).Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κυβεία
-
16 3180
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3180
-
17 μεθοδεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεθοδεία
-
18 μεθοδεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεθοδεία
-
19 3834
{сущ., 5}коварство, хитрость, лукавство.Ссылки: Лк. 20:23; 1Кор. 3:19; 2Кор. 4:2; 11:3; Еф. 4:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3834
См. также в других словарях:
πανουργία — πανουργίᾱ , πανουργία knavery fem nom/voc/acc dual πανουργίᾱ , πανουργία knavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίᾳ — πανουργίαι , πανουργία knavery fem nom/voc pl πανουργίᾱͅ , πανουργία knavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργία — η δόλια σκέψη, πονηριά, απάτη, τέχνασμα, κατεργαριά: Τελευταία άρχισε και η πανουργία της νόθευσης των φαρμάκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανουργία — η, ΝΜΑ [πανούργος] 1. η ιδιότητα τού πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ ἔχθιστον», Σοφ.) 2. πονηρό, δόλιο τέχνασμα («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.) αρχ. (για… … Dictionary of Greek
πανουργίας — πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem acc pl πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίαι — πανουργία knavery fem nom/voc pl πανουργίᾱͅ , πανουργία knavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίαν — πανουργίᾱν , πανουργία knavery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργιῶν — πανουργία knavery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίαις — πανουργία knavery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίης — πανουργία knavery fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek