Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πανοπλιῶν

См. также в других словарях:

  • πανοπλιῶν — πανοπλία suit of armour of a fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • δαμασκήνωση — Τεχνική διακόσμησης χάλκινων, ορειχάλκινων ή ατσάλινων αντικειμένων με ένθετα, συνήθως πολύτιμα, μέταλλα (χρυσό, άργυρο κ.ά.) διαφορετικού χρώματος. Αφού σχεδιαστούν στην επιφάνεια του αντικειμένου τα μοτίβα, χαράζονται με αιχμηρό εργαλείο ή με… …   Dictionary of Greek

  • θερμηλασία — Η εν θερμώ κατεργασία μετάλλου ή κράματος με σκοπό αυτό να λάβει καθορισμένες διαστάσεις και χαρακτηριστικές ιδιότητες. Το πόσο χαμηλή ή υψηλή πρέπει να είναι η θερμοκρασία εξαρτάται από το είδος που υφίσταται την κατεργασία. Τα πιο συνηθισμένα… …   Dictionary of Greek

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

  • οπλοθήκη — Τόπος όπου φυλάσσονται τα όπλα των στρατιωτικών μονάδων ή συλλογές όπλων και πανοπλιών. Ο. ονομάζονται και τα μουσεία όπου φυλάσσονται παλιά όπλα και πανοπλίες. Η πλουσιότερη από τις συλλογές αυτές είναι ίσως της Μαδρίτης όπου, μεταξύ των άλλων,… …   Dictionary of Greek

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek

  • εραλδική — Ο κλάδος της ιστορίας που ασχολείται με τη μελέτη των οικοσήμων. Η χρήση των οικοσήμων ως διακριτικών εμβλημάτων ομάδων, στρατιωτών, κρατών κλπ. έχει πανάρχαια προέλευση. Πληροφορίες γι’ αυτή βρίσκουμε στους ιστορικούς και γεωγράφους της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • Ζαγκόσκιν, Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς — (Michail Nikolaevich Zagoskin, 1789 – 1852). Ρώσος συγγραφέας. Πήρε μέρος στον Πατριωτικό πόλεμο του 1812, διετέλεσε διευθυντής διαφόρων θεάτρων της Μόσχας και, μετά το 1842, διηύθυνε την Αίθουσα Πανοπλιών του Κρεμλίνου. Εμφανίστηκε στα ρωσικά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»