-
1 παν-όμοιος
παν-όμοιος, ep. πανομοίϊος, ganz ähnlich, τινί, Iul. Aeg. 57 (VII, 599) u. a. sp. D., wie Nonn. D. 16, 161. – Adv., Hippocr.
См. также в других словарях:
πανομοίιος — πανομοίϊος , πανόμοιος just like masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόμοιος — α, ο / πανόμοιος, ον, επικ. τ. πανομοίιος, ον, ΝΑ ο εντελώς όμοιος με άλλον, ο καθ όλα όμοιος. επίρρ... πανομοίως Α εντελώς όμοια … Dictionary of Greek