-
1 πανηγυρικος
I31) праздничный(κόσμος, θέαμα Plut.; ὄχλος Isocr.)
; связанный с устройством всенародного торжества(πολυτέλεια Plut.)
2) произносимый на всенародном торжественном собрании, преимущ. похвальный, хвалебный(λόγος Isocr.)
3) бьющий на эффект, показной, напыщенный(ἐπιδεικτικὸς καὴ π. Plut.)
4) важничающий(γυνέ σοβαρὰ καὴ πανηγυρική Plut.)
IIὅ (sc. λόγος) похвальное слово в торжественном всенародном собрании, панегирик Isocr., Arst. -
2 πανηγυρικός
πανηγυρικόςof: masc nom sg -
3 πανηγυρικός
πανηγυρικός, -ή, -όпраздничныйΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > πανηγυρικός
-
4 πανηγυρικός
[панигирикос] επ праздничный, торжественный. -
5 πανηγυρικός
A of or for a public festival or assembly,οἱ ὄχλοι οἱ π. Isoc.12.263
; πολυτέλεια, κόσμος, Plu. 2.608f.II generally, solemn, festive, λόγος festival oration, such as those pronounced at the Olympic games, panegyric, Isoc.5.9,84, al.; Ἰσοκράτης ἐν τῷ π. in his Panegyric, Arist.Rh. 1408b15; π. εἶδος [τῆς ῥητορικῆς] Phld.Rh.2.251 S.;τὰ π. Plu.2.79b
: [comp] Comp. - ώτερος, of Isocrates himself, D.H.Vett.Cens.5.2; - ώτεραι διηγήσεις Aps.p.257 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανηγυρικός
-
6 πανηγυρικός
παν-ηγυρικός, ή, όν, zu einer Volksversammlung, einem Volksfeste gehörig; festlich. Bes. λόγος, eine bei einer allgemeinen Volksversammlung, z. B. bei den olympischen Spielen gehaltene Festrede, vorzugsweise eine Lobrede; γυνὴ σοβαρὰ καί π., dem großen Haufen gefallend oder zu gefallen suchend -
7 πανηγυρικά
πανηγυρικόςof: neut nom /voc /acc plπανηγυρικά̱, πανηγυρικόςof: fem nom /voc /acc dualπανηγυρικά̱, πανηγυρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 πανηγυρικώτερον
πανηγυρικόςof: adverbial compπανηγυρικόςof: masc acc comp sgπανηγυρικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
9 πανηγυρικωτέρων
πανηγυρικόςof: fem gen comp plπανηγυρικόςof: masc /neut gen comp pl -
10 πανηγυρικόν
πανηγυρικόςof: masc acc sgπανηγυρικόςof: neut nom /voc /acc sg -
11 πανηγυρικώτατα
πανηγυρικόςof: adverbial superlπανηγυρικόςof: neut nom /voc /acc superl pl -
12 πανηγυρικώτατον
πανηγυρικόςof: masc acc superl sgπανηγυρικόςof: neut nom /voc /acc superl sg -
13 πανηγυρικαί
πανηγυρικόςof: fem nom /voc pl -
14 πανηγυρικοί
πανηγυρικόςof: masc nom /voc pl -
15 πανηγυρικούς
πανηγυρικόςof: masc acc pl -
16 πανηγυρικωτέρους
πανηγυρικόςof: masc acc comp pl -
17 πανηγυρική
πανηγυρικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
18 πανηγυρικήν
πανηγυρικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 πανηγυρικώτατος
πανηγυρικόςof: masc nom superl sg -
20 πανηγυρικώτερα
πανηγυρικόςof: neut nom /voc /acc comp pl
См. также в других словарях:
πανηγυρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
πανηγυρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πανηγύρι ή γίνεται για τον εορτασμό, ο γιορταστικός: Πανηγυρική ατμόσφαιρα. 2. ο λαμπρός, ο επιδειχτικός: Πανηγυρική έναρξη των εργασιών της Βουλής, αλλ. πανηγυριάτικος, πανηγυρίσιος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανηγυρικά — πανηγυρικός of neut nom/voc/acc pl πανηγυρικά̱ , πανηγυρικός of fem nom/voc/acc dual πανηγυρικά̱ , πανηγυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικώτερον — πανηγυρικός of adverbial comp πανηγυρικός of masc acc comp sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικωτέρων — πανηγυρικός of fem gen comp pl πανηγυρικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικῶν — πανηγυρικός of fem gen pl πανηγυρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικόν — πανηγυρικός of masc acc sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικώτατα — πανηγυρικός of adverbial superl πανηγυρικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικώτατον — πανηγυρικός of masc acc superl sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικαῖς — πανηγυρικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)