-
1 πανδαμεί
πανδᾱμεί, πανδημείwith the whole people: doric (indeclform adverb) -
2 πανδαμεί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδαμεί
-
3 πανδημεί
παν-δημεί or [suff] παν-μί, [dialect] Dor. [full] πανδᾱμεί or [suff] παν-μί A.Th. 296, Eu. 1038(both lyr.):—Adv. of πάνδημος,A with the whole people, in a mass or body, Hdt.6.63, 7.120, al.;π. προπέμπεσθαι ἐπὶ θάνατον Isoc.10.27
;π., πανομιλεί A. Th.
l.c., cf. Eu. l.c.;π. θύειν Th.1.126
;στρατεῦσαι Id.5.33
, cf. 1.73,90, 4.42, Pl.Lg. 814a;παρεῖναι And.3.18
;ἐξελθεῖν Lys.2.49
;τὸν βάρβαρον π. δέκεσθαι Hdt.7.144
, cf. 6.16, 8.40, 72. [-ῑ Trag. (nisi leg. - εί); -ῐ AP5.43
(Rufin.); written -ί in IG12(2).526 A 8, B 2 (Eresus, iv/iii B. C.),Ἀρχ. Δελτ. 9
παρ. 53 (ibid.); - εί in BGU646.20 (ii A. D.).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδημεί
См. также в других словарях:
πανδαμεί — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πανδημεί … Dictionary of Greek
πανδαμεί — πανδᾱμεί , πανδημεί with the whole people doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδημεί — και πανδημί / δωρ. τ. πανδαμεί και πανδαμί, ΝΑ επίρρ. με την συμμετοχή όλου τού λαού, συν γυναιξί καί τέκνοις, με όλους μαζί, αθρόως αρχ. φρ. «πανδημεὶ στρατεύω» εκστρατεύω με πανστρατιά, με κινητοποίηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek