-
1 παν-δόχος
-
2 παν-δόκος
παν-δόκος (so richtiger als πάνδοκος accentuirt), Alles in sich aufnehmend, allumfassend; ἄλσος, Pind. Ol. 3, 18; ναός, P. 8, 64; πανδόκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον, von der Unterwelt, Aesch. Spt. 842; bes. alle Fremden aufnehmend u. bewirthend, ξενίαις πανδόκοις, Pind. Ol. 4, 17; ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων, Aesch. Ch. 651; ξενόστασις, Soph. frg. 258; vgl. Poll. 9, 50 u. πανδόχος.
См. также в других словарях:
πάνδοχος — και πανδόχος, ον, Α βλ. πάνδοκος … Dictionary of Greek
πάνδοκος — και πανδόκος και πάνδοχος και πανδόχος, ον, Α 1. (για το πορθμείο τού Χάρωνος) αυτός που δέχεται όλους, κοινός για όλους 2. επίθετο τών ιερών τόπων τής Ήλιδος και τών Δελφών (α. «πανδόκῳ ἄλσει», Πίνδ. β. «ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων», Αισχύλ.).… … Dictionary of Greek
πανδοχείος — ον, Μ [πάνδοχος] 1. αυτός που δέχεται όλους («πῶς ἄφνω σὲ κατέπιεν ὁ πανδοχεῑος ᾅδης», Διγεν. Ακρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. πανδοχείο … Dictionary of Greek
πανδοχικός — ή, όν, Α [πάνδοχος] αυτός που τους δέχεται όλους, πανδεχής.* … Dictionary of Greek
ՊԱՆԴՈԿԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 2 0596 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. πανδοχεύς, πανδόχος, πανδόκος, πάνδοξ, καπηλυτικός hospes meritorius, caupo, stabularius. իտ. oste, locandiere. Պահապան կամ տէր պանդոկի. խանճը, գօնագ սահապը. *Հանեալ ետ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)