Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πανδαμάτωρ

См. также в других словарях:

  • πανδαμάτωρ — the all subduer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδαμάτωρ — ο, θηλ. πανδαμάτειρα, ΝΑ (κυρίως για τον χρόνο και τον ύπνο, αλλά και για δαίμονα, θεό, κεραυνό, καθώς και για την μοίρα) αυτός που δαμάζει, που υποτάσσει ή εξαφανίζει τα πάντα (α. «πανδαμάτωρ χρόνος», Βακχυλ. β. «οὐδέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ» …   Dictionary of Greek

  • πανδαμάτορα — πανδαμάτωρ the all subduer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδαμάτορες — πανδαμάτωρ the all subduer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδαμάτορος — πανδαμάτωρ the all subduer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… …   Dictionary of Greek

  • ГИПНОС —    • Ύπνος,          Somnus (от sopire), бог сна, сын Ночи (Νύξ), брат близнец Смерти (Θάνατος), с которой он живет в подземном мире. Ноm. Il. 16, 672, 14, 231. Hesiod. theog. 211. 758. Между тем как бессердечный и возбуждающий ужас даже в богах… …   Реальный словарь классических древностей

  • DANAE — filia Acrisii, Regis Argiv. ex Eurydice, filia Lacedaemonis, qui cum oraculo monitus esset, fore, ut a nepote occideretur, filiam munitissimae turi inclusit: cuius amore captus Iuppiter in imbrem aureum se convertit, et per tegulas in puellae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πετροκαταλύτης — ο, Ν αυτός που καταλύει ακόμη και τις πέτρες, ο πανδαμάτωρ («ο καιρός ο πετροκαταλύτης», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + καταλύτης (< καταλύω)] …   Dictionary of Greek

  • (demǝ-), domǝ-, domǝ- —     (demǝ ), domǝ , domǝ     English meaning: to tame     Deutsche Übersetzung: “zähmen, bändigen”     Material: O.Ind. dümya ti “ is tamed; tamed “ (*dm̥̄ i̯eti), düm ta “ tamed “ (*dm̥̄ tós); Kaus. damáyati “tames, overmasters “ (*domei̯ō),… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»