Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παναφῆλιξ

См. также в других словарях:

  • παναφήλιξ — παναφήλιξ, ήλικος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει χωριστεί από όλους τους συντρόφους τής ηλικίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀφῆλιξ «γηραλέος»] …   Dictionary of Greek

  • παναφῆλιξ — completely severed from companions of his own age masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • παναφήλικα — παναφή̱λικα , παναφῆλιξ completely severed from companions of his own age masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναφήλικι — παναφή̱λικι , παναφῆλιξ completely severed from companions of his own age masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»