Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πανακής

См. также в других словарях:

  • πανακής — πανακής, ές (Α) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ακής (< ἄκος «θεραπεία»)] …   Dictionary of Greek

  • πανακής — all healing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανακῆ — πανακής all healing neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πανακής all healing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πανακής all healing masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανακές — πανακής all healing masc/fem voc sg πανακής all healing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανακέστατον — πανακής all healing masc acc superl sg πανακής all healing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… …   Dictionary of Greek

  • πάνακες — πάνακες, τὸ (Α) ονομασία διαφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πανακής, με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανάκεια — Γενικό φάρμακο. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι ορισμένα φυτά έχουν σχεδόν μαγικές ιδιότητες για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών και τους έδωσαν το όνομα π. Κατά τον Μεσαίωνα απέδιδαν αποτελεσματική δύναμη εναντίον οποιασδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • πανάκειον — πανάκειον, τὸ (Α) [πανακής] το ιαματικό βότανο πανάκη …   Dictionary of Greek

  • πανάκη — πανάκη, ἡ (Α) το ιαματικό βότανο πανάκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανακής κατά τα θηλ. σε ή] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»