-
1 παναγιωτάτω
-
2 παναγιωτάτῳ
См. также в других словарях:
παναγιωτάτῳ — πανάγιος all holy masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 παναγιωτάτω
2 παναγιωτάτῳ
παναγιωτάτῳ — πανάγιος all holy masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)