Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παναγής

См. также в других словарях:

  • παναγής — all hallowed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναγής — (I) παναγής, ές (ΑΜ) αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ αγής]. (II) παναγής, ές (Α) πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος… …   Dictionary of Greek

  • Παναγής — ο γεν. ή, κύρ. όνομα, άλλος τύπος του ονόματος Παναγιώτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κουταλιανός, Παναγής — (19ος αι.). Αθλητής. Το επώνυμό του προέρχεται από τον τόπο καταγωγής του, το νησί Κούταλη της Προποντίδας. Αρχικά ήταν ναυτικός, αλλά εγκατέλειψε το επάγγελμά του όταν αντιλήφθηκε το μέγεθος της φυσικής του δύναμης. Ως επαγγελματίας αθλητής… …   Dictionary of Greek

  • Λεκατσάς, Παναγής — (Σταυρός Ιθάκης 1911 – Αθήνα 1970). Λόγιος και λογοτέχνης. Υπήρξε ο θεμελιωτής δύο νέων για την Ελλάδα επιστημών, της εθνολογίας και της συγκριτικής θρησκειολογίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά πολύ νωρίς στράφηκε στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Λορεντζάτος, Παναγής — (Γαλάτσι Ρουμανίας 1871 – Αθήνα 1941). Φιλόλογος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας (1913). Αρχικά σταδιοδρόμησε ως καθηγητής φιλόλογος σε σχολεία… …   Dictionary of Greek

  • Χαροκόπος, Παναγής — Επιχειρηματίας και πολιτευτής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Από νεαρή ηλικία έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη Ρουμανία, όπου ασχολήθηκε με τις γεωργικές επιχειρήσεις. Εκεί, σημείωσε τόση επιτυχία στην… …   Dictionary of Greek

  • παναγῆ — παναγής all hallowed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παναγής all hallowed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παναγής all hallowed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναγεστάτων — παναγής all hallowed fem gen superl pl παναγής all hallowed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναγεῖ — παναγής all hallowed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παναγής all hallowed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναγεῖς — παναγής all hallowed masc/fem acc pl παναγής all hallowed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»