Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παμ-πλούσιος

См. также в других словарях:

  • θεόπλουτος — θεόπλουτος, ον (Α) αυτός που έγινε πλούσιος από τη δωρεά τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλουτος (< πλούτος), πρβλ. ζά πλουτος, πάμ πλουτος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπλουτος — μεγαλόπλουτος, ον (Α) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] …   Dictionary of Greek

  • μελλόπλουτος — μελλόπλουτος, ον (Α) αυτός που πρόκειται να γίνει πλούσιος («μελλόπλουτον μειράκιον», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] …   Dictionary of Greek

  • μεσόπλουτος — και, κατά τον Ησύχ., μεσσόπλουτος, ον (Α) αυτός που είναι μετρίως πλούσιος, ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] …   Dictionary of Greek

  • υπέρπλουτος — η, ο / ὑπέρπλουτος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος, ζάπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»