-
1 παμ-μεγέθης
παμ-μεγέθης, ες, = Vorigem; πλῆϑος ϑησαυροῦ παμμέγεϑες, Plat. Legg. XI, 913 d; πρᾶγμα, Xen. Mem. 3, 6, 13; ὄρος, Pol. 5, 59, 4, öfter, u. a. Sp.; auch adv., παμμέγεϑες ἀναβοᾶν, Aesch. 2, 106 u. Luc. Catapl. 12.
-
2 πάμμεγας
πάμ-μεγας, -μεγάλη, -μεγα, u. παμ-μεγέθης, ες, sehr groß -
3 πάμμεγάλη
πάμ-μεγας, -μεγάλη, -μεγα, u. παμ-μεγέθης, ες, sehr groß -
4 πάμμεγα
πάμ-μεγας, -μεγάλη, -μεγα, u. παμ-μεγέθης, ες, sehr groß -
5 παμμεγέθης
πάμ-μεγας, -μεγάλη, -μεγα, u. παμ-μεγέθης, ες, sehr groß -
6 παμμεγέθης
παμ-μεγέθης, ες, = foreg., Pl. Prm. 164d, Lg. 913d, X.Mem.3.6.13, Timocl.8.14, D.19.241, Arist. GA 745a34, al., Men.Her.2: neut. as Adv.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμμεγέθης
-
7 παμμεγεθης
2чрезвычайно большой, огромный, громадный(πρᾶγμα Xen.; πλῆθος θησαύρου Plat.; σημεῖον Dem.; ὀδόντες Arst.; ὄρος Polyb.; λίθος Plut.)
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский