-
1 παμ-μάταιος
παμ-μάταιος, ganz eitel, nichtig, A csch. Ag. 377, zw.
-
2 παμμάταιος
παμ-μάταιος, ganz eitel, nichtig
См. также в других словарях:
πολυμάταιος — ον, Α ο τελείως μάταιος, τελείως ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μάταιος (πρβλ. παμ μάταιος)] … Dictionary of Greek