Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παμφανής

См. также в других словарях:

  • παμφανής — παμφανής, ές (Α) 1. ενδοξότατος, λαμπρότατος 2. το αρσ. ως ουσ. ό παμφανής το φυτό αείζωο το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φανης (< φαίνω / φαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»