-
1 παμφαλάω
παμφαλάω ( ΦΑΩ mit Reduplication?), nach Schol. Ap. Rh. 2, 127 μετὰ πτοιήσεως καὶ ἐνϑουσιασμοῦ ἐπιβλέπειν, schüchtern um sich blicken, aus Anacr. u. Hippon. angeführt; pass. παμφαλώμενος, Lycophr. 1433, Schol. πανταχόϑεν περιβλεπόμενος.
См. также в других словарях:
παμφαλώμενος — παμφαλάω gaze in astonishment pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφαλώ — παμφαλῶ, άω (Α) 1. βλέπω κατάπληκτος, γεμάτος φόβο 2. (η παθ. μτχ. ενεστ.) παμφαλώμενος περιβλεπόμενος πανταχόθεν (Σχόλ. στον Λυκόφρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ πτοιήσεως καὶ ἐνθουσιασμοῡ ἐπιβλέπειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστ. τ. σε άω με… … Dictionary of Greek
παπταλώμαι — άομαι, Α παπταίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στη μτχ. παπταλώμενος < παπταίνω, κατ επίδραση τού παμφαλώμενος, μτχ. τού παμφαλῶ «βλέπω κατάπληκτος, θαυμάζω»] … Dictionary of Greek