Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παμφαλώμενος

См. также в других словарях:

  • παμφαλώμενος — παμφαλάω gaze in astonishment pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμφαλώ — παμφαλῶ, άω (Α) 1. βλέπω κατάπληκτος, γεμάτος φόβο 2. (η παθ. μτχ. ενεστ.) παμφαλώμενος περιβλεπόμενος πανταχόθεν (Σχόλ. στον Λυκόφρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ πτοιήσεως καὶ ἐνθουσιασμοῡ ἐπιβλέπειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστ. τ. σε άω με… …   Dictionary of Greek

  • παπταλώμαι — άομαι, Α παπταίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στη μτχ. παπταλώμενος < παπταίνω, κατ επίδραση τού παμφαλώμενος, μτχ. τού παμφαλῶ «βλέπω κατάπληκτος, θαυμάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»