-
1 παμπληρης
2совершенно полный, т.е. сплошной, непрерывный, не имеющий никаких пустот(τὸ χυρίως ὂν πάμπληρες - v. l. παμπληθές Arst.)
-
2 παμπλήρης
παμ-πλήρης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμπλήρης
-
3 παμπλήρης
παμ-πλήρης, ες, ganz gefüllt -
4 παμπληθης
21) всей массой, в полном составе, все до одного(παμπληθεῖς Ἀρκάδες Xen.)
2) чрезвычайно многочисленный(αἰσθήσεις Plat.; ἀργύριον Arst.)
παμπληθεῖς Ἀργείων Isocr. — великое множество аргивян
См. также в других словарях:
παμπλήρης — παμπλήρης, ες (Α) εντελώς γεμάτος, πληρέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πλήρης] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek