Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παμπληρης

См. также в других словарях:

  • παμπλήρης — παμπλήρης, ες (Α) εντελώς γεμάτος, πληρέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πλήρης] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»