-
1 παμβασιλευς
-
2 παμβασιλεύς
παμβασιλεύςabsolute monarch: masc nom sg -
3 παμβασιλεύς
-έως ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 Sir 50,15absolute monarch, universal king -
4 παμβασιλεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμβασιλεύς
-
5 παμβασιλεύς
παμ-βασιλεύς, ὁ, Allherrscher, König Aller, Oberkönig -
6 παμβασιλήων
παμβασιλεύςabsolute monarch: masc gen pl (epic ionic) -
7 παμβασιλέως
παμβασιλέω̆ς, παμβασιλεύςabsolute monarch: masc gen sgπαμβασιλεύςabsolute monarch: masc nom sg (epic ionic) -
8 παμβασιλήα
-
9 παμβασιλῆα
-
10 παμβασιλήι
-
11 παμβασιλῆι
-
12 παμβασιλήος
-
13 παμβασιλῆος
-
14 παμβασιλεί
-
15 παμβασιλεῖ
-
16 παμβασιλεύ
-
17 παμβασιλεῦ
-
18 παμβασιλέα
παμβασιλέᾱ, παμβασιλεύςabsolute monarch: masc acc sg
См. также в других словарях:
παμβασιλεύς — absolute monarch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμβασιλεύς — ο (ΑΜ παμβασιλεύς, έως) προσωνυμία τού Θεού και τού Ιησού Χριστού ως βασιλέων τού σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῑ», ΠΔ.) (μνσ. αρχ.) ο απόλυτος μονάρχης, ο βασιλεύς όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).… … Dictionary of Greek
παμβασιλεῖ — παμβασιλεύς absolute monarch masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμβασιλεῦ — παμβασιλεύς absolute monarch masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμβασιλῆα — παμβασιλεύς absolute monarch masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμβασιλῆι — παμβασιλεύς absolute monarch masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμβασιλῆος — παμβασιλεύς absolute monarch masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμβασιλήων — παμβασιλεύς absolute monarch masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμβασιλέως — παμβασιλέω̆ς , παμβασιλεύς absolute monarch masc gen sg παμβασιλεύς absolute monarch masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьсецѣсарь — ВЬСЕЦѢСАР|Ь (1*), Ѧ с. Царь вселенной (о боге): и съвкуплена тѣломь. [Борис и Глеб] паче же д҃шама ѹ Въладыкы Всец(с)рѩ. пребывающа в радости бесконечнѣи. ЛЛ 1377, 47 (1015); παμβασιλεύς Вост., I, 77 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek