-
1 παλιουρος
ὅ и ἥ бот. палиур, крушиновидный терн (предполож. Rhamnus paliurus) Theocr., Eur., Anth. -
2 ραμνος
-
3 πολυστελεχος
-
4 παλιούρα
η, παλιούρι τό, παλίουρος ο бот. держидерево (кустарник, образующий живую изгородь)
См. также в других словарях:
παλίουρος — Christ s thorn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίουρος — Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν… … Dictionary of Greek
παλιούροις — παλίουρος Christ s thorn masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιούρου — παλίουρος Christ s thorn masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιούρους — παλίουρος Christ s thorn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιούρων — παλίουρος Christ s thorn masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιούρῳ — παλίουρος Christ s thorn masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίουροι — παλίουρος Christ s thorn masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίουρον — παλίουρος Christ s thorn masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιουροφόρος — παλιουροφόρος, ον (Α) φρ. «παλιουροφόρος θρίναξ» τρίκρανο κατασκευασμένο από κορμό τού φυτού παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίουρος + φόρος*] … Dictionary of Greek
παλιούρα — η το φυτό παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. παλίουρος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek