-
1 παλιμβαμος
-
2 παλίμβαμος
πᾰλίμβᾱμος, -ον1 in which one goes to and froἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18
-
3 παλίμβαμος
A walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, Pi.P.9.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίμβαμος
-
4 παλίμβᾱμος
παλίμ-βᾱμος, zurück-, hin- u. wiedergehend -
5 παλιμβάμους
παλιμβά̱μους, παλίμβαμοςwalking back: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
παλίμβαμος — παλίμβαμος, ον (Α) 1. αυτός που προχωρεί προς τα πίσω 2. φρ. «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, γιατί καθώς ύφαιναν όρθιες πήγαιναν προς τα εμπρός και πάλι γύριζαν πίσω (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βᾶμος (< βᾶμα /… … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλιμβάμους — παλιμβά̱μους , παλίμβαμος walking back masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)