1 παλτεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλτεύω
παλτεύω — (Α) (αμφβλ. σημ.) κοπανίζω λινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < παλτός (< πάλλω)] … Dictionary of Greek