Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παλμώδης

См. также в других словарях:

  • παλμώδης — throbbing masc/fem acc pl (attic epic doric) παλμώδης throbbing masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) παλμώδης throbbing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμώδης — ες (Α παλμώδης, ῶδες) [παλμός] 1. αυτός που μοιάζει με παλμό 2. αυτός που έχει παλμική κίνηση, που χαρακτηρίζεται από παλμούς, παλμικός, γεμάτος παλμούς («παλμώδεις κινήσεις», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «παλμώδη σύμφωνα» τα παλμικά σύμφωνα …   Dictionary of Greek

  • παλμώδει — παλμώδης throbbing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παλμώδης throbbing masc/fem/neut dat sg παλμώδεϊ , παλμώδης throbbing dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμώδη — παλμώδης throbbing neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παλμώδης throbbing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παλμώδης throbbing masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμῶδες — παλμώδης throbbing masc/fem voc sg παλμώδης throbbing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμώδεις — παλμώδης throbbing masc/fem acc pl παλμώδης throbbing masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμωδῶς — παλμώδης throbbing adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμώδεες — παλμώδης throbbing masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμώδεσι — παλμώδης throbbing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμώδους — παλμώδης throbbing masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»