-
1 παλμός
-
2 παλμός
παλμός, ὁ, das Schwingen, Erschüttern, schnelle Bewegen; vom Blitz; sowohl vom Pulsschlage, als vom Zucken, Vibrieren eines einzelnen Gliedes; auch eine eigene Krankheit -
3 ἀπο-παλμός
ἀπο-παλμός, ὁ. das Abprallen, Zurückspringen, Epicur. bei Diog. L. 10, 44.
-
4 παλμικός
-
5 σφυγμός
-
6 βητ-άρμων
βητ-άρμων, ονος, ὁ, Tänzer, Hom. zweimal, βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Odyss. 8, 250, βητάρμονας εἶναι ἀρίστους 8, 383; sp. D.; adj., παλμός Nonn. D. 33, 87; ὀρχηϑμός Man. 2, 335.
-
7 λασιό-θριξ
λασιό-θριξ, τριχος, dicht-, rauchhaarig; αἶγες, Opp. Hal. 4, 369; παλμός, Nonn. D. 38, 359.
-
8 θελξί-φρων
θελξί-φρων, ον, = ϑελξίνοος; ἔρωτες Eur. Bacch. 402; παλμός Ep. ad. (IX, 505); so heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 9); oft Nonn.
-
9 ἐπι-βήτωρ
ἐπι-βήτωρ, ορος, ὁ, der da besteigt, – a) ἵππων, Reiter, Od. 18, 263 u. Sp., wie Opp. C. 4, 51; auch κούρη, Nonn. D. 1, 51; νεώς, = ἐπιβάτης, Ant. Sid. 106 (VII, 498). – b) Bespringer, συῶν ἐπιβ., der Eber, Od. 11, 131. 23, 278; von Stieren, Theocr. 25, 128. – c) als adj., emporsteigend, sich erhebend, z. B. παλμός, Nonn. D. 20, 113 u. a. sp. D.
-
10 ἑτερό-φρων
ἑτερό-φρων, ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie παλμός Nonn. D. 10, 36; λύσσα Claudian. ep. (I, 191; κούρη, wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S.
-
11 ἀποπαλμός
ἀπο-παλμός, das Abprallen, Zurückspringen -
12 παλμικός
-
13 σφυγμός
См. также в других словарях:
παλμός — quivering motion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμός — Κραδασμός, δόνηση. Για την καρδιά, ο όρος υποδηλώνει τον σφυγμό. Καρδιακός π. σημαίνει την περιοδική και ρυθμική λειτουργία της καρδιάς. * * * ο (ΑΜ παλμός) [πάλλω] 1. παλινδρομική τρομώδης κίνηση μικρής διάρκειας και μικρού εύρους, τρέμουλο… … Dictionary of Greek
παλμοῖς — παλμός quivering motion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμοί — παλμός quivering motion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμοῦ — παλμός quivering motion masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμούς — παλμός quivering motion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμῶν — παλμός quivering motion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμῷ — παλμός quivering motion masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμόν — παλμός quivering motion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… … Dictionary of Greek