-
1 παλμικός
-
2 παλμικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλμικός
-
3 παλμικός
-
4 παλμικός
η, ό[ν] пульсирующий; колебательный, вибрационный;παλμική κίνηση — колебательное движение
-
5 παλμικός
[палмикос] εκ. колебательный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παλμικός
-
6 παλμικός
[палмикос] επ колебательный. -
7 παλμικόν
παλμικόςconveyed by palpitation: masc acc sgπαλμικόςconveyed by palpitation: neut nom /voc /acc sg -
8 колебательный
παλμικός, δονητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колебательный
-
9 παλματικός
παλματικός, = παλμικός, Osann auct. lex. p. 119.
-
10 импульсный
(эл., рад.) παλμικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульсный
-
11 инвертор
1. (рад., эл.) о μετατροπέας, ο μετασχηματιστής, ο αναστροφέαςавтономный эл. - αυτόνομος -ртутный эл. - υδραργύρουсамоуправляемый - эл. αυτοελεγχόμενος -статический - эл. στατικός -2. (усилитель постоянного тока соответствующего включения) о ενισχυτής του σταθερού ρεύματος (για κάθε σχετική σύνδεση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инвертор
-
12 интегратор
ο ολοκληρωτήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интегратор
-
13 модулятор
тех. о διαμορφωτήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модулятор
-
14 колебательный
колеба||тельныйприл физ. παλμικός, δονητικός:\колебательныйтельное движение ἡ παλμική κίνηση. -
15 колебательный
επ.παλμικός, δονητικός•-контур ταλαντωτής•
-ые движения παλμικές κινήσεις.
-
16 сотрясательный
επ.δονητικός, κλονιστι-κός, κραδαστικός• παλμικός, -μώδης.
См. также в других словарях:
παλμικός — ή, ό (Α παλμικός, ή, όν) [παλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμό νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις») 2. φρ. «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»… … Dictionary of Greek
παλμικός, -ή — ό αυτός που γίνεται με παλμούς ή αναφέρεται σε παλμούς: Η παλμική κίνηση των σωμάτων είναι αιτία ηχοπαραγωγική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλμικόν — παλμικός conveyed by palpitation masc acc sg παλμικός conveyed by palpitation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλματικός — παλματικός, ή, όν (Μ) παλμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλμα, ατος (βλ. λ. πάλμα [II]) + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
παλμώδης — ες (Α παλμώδης, ῶδες) [παλμός] 1. αυτός που μοιάζει με παλμό 2. αυτός που έχει παλμική κίνηση, που χαρακτηρίζεται από παλμούς, παλμικός, γεμάτος παλμούς («παλμώδεις κινήσεις», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «παλμώδη σύμφωνα» τα παλμικά σύμφωνα … Dictionary of Greek
πρόσαλσις — άλσεως, ἡ, Α [προσάλλομαι] ο παλμικός χτύπος τού σφυγμού … Dictionary of Greek
σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… … Dictionary of Greek