-
1 παλλακ(ε)ία
η сожительство, любовная связь -
2 παλλακ(ε)ία
η сожительство, любовная связь
См. также в других словарях:
Balg, der — Der Balg, des es, plur. die Bälge, Diminutivum das Bälglein, des s, plur. ut nom. sing. 1. Eigentlich, überhaupt ein jeder hohler und weicher Körper, in welchem ein anderer enthalten ist. Besonders: a) die Haut an gewissen Früchten und um ihren… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
συγκλητίς — ίδος, ἡ, Α γυναίκα συγκλητικής τάξης ή η σύζυγος συγκλητικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκλητος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. παλλακ ίς)] … Dictionary of Greek
φαινομηρίδα — η / φαινομηρίς, ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α (στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της νεοελλ. συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. παλλακ ίς)] … Dictionary of Greek