-
1 παλιρροείν
-
2 παλιρροεῖν
См. также в других словарях:
παλιρροεῖν — παλιρροέω ebb and flow pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροώ — παλιρροῶ, έω (Α) [παλίρρους] ρέω προς μία κατεύθυνση και αποσύρομαι από την ίδια («παλιρροεῑν γὰρ φάναι τὴν θάλατταν», Στράβ.) … Dictionary of Greek