-
1 παλιν-όρμητος
παλιν-όρμητος, VLL. u. Schol. Erkl. zum Vor.
См. также в других словарях:
παλινόρμητος — παλινόρμητος, ον (ΑΜ) αυτός που ορμά προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὁρμητός (< ὁρμῶ)] … Dictionary of Greek
1 παλιν-όρμητος
παλιν-όρμητος, VLL. u. Schol. Erkl. zum Vor.
παλινόρμητος — παλινόρμητος, ον (ΑΜ) αυτός που ορμά προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὁρμητός (< ὁρμῶ)] … Dictionary of Greek