-
1 παλαστη
-
2 παλαιστη
-
3 παλαιστης
См. также в других словарях:
παλαστή — και παλαιστή και αιολ. τ. παλαίστα, ἡ (Α) 1. η παλάμη τού χεριού 2. μονάδα μετρήσεως μήκους που ισοδυναμούσε με τέσσερεις δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παλαστή ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel ә2 «ευρύς, απλώνω» (βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
παλαστῇ — παλαστή palm of the hand fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαστή — palm of the hand fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλασταί — παλαστή palm of the hand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαστῆς — παλαστή palm of the hand fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαστήν — παλαστή palm of the hand fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστής — (I) ο, θηλ. παλαίστρια (Α παλαιστής) [παλαίω] αυτός που ασκεί το αγώνισμα τής πάλης επαγγελματικά ή για δική του ευχαρίστηση αρχ. 1. αντίπαλος, εχθρός 2. συναγωνιστής 3. στρατιώτης («λόχος... ἐξηνδρωμένος δεινὸς παλαιστὴς ἦν», Ευρ.). (II)… … Dictionary of Greek
παλαιστά — παλαιστά̱ , παλαιστή fem nom/voc/acc dual παλαιστά̱ , παλαιστή fem nom/voc sg (doric aeolic) παλαιστά̱ , παλαιστής wrestler masc nom/voc/acc dual παλαιστής wrestler masc voc sg παλαιστής wrestler masc nom sg (epic) παλαιστά̱ , παλαστή palm of the … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπάλαιστος — διπάλαιστος, ον και διπαλαιστιαῑος, α, ον (Α) αυτός που έχει πλάτος δύο παλαιστών, παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + παλαιστή, αιολ. τ. τού παλαστή «παλάμη»] … Dictionary of Greek
εξαπάλαιστος — ἑξαπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος έξι παλαμών («τοῡ δὲ πήχεος ἑξαπαλαίστου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *παλαιστος (< παλαστή «πλάτος τεσσάρων δακτύλων, παλάμη») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. τρι πάλαιστος)] … Dictionary of Greek
επταπάλαιστος — ἑπταπάλαιστος, ον (Α) μήκους επτά παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά* + πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή* «παλάμη»] … Dictionary of Greek