-
1 παλαμναίε
-
2 παλαμναῖε
См. также в других словарях:
παλαμναῖε — παλαμναῖος one guilty of violence masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 παλαμναίε
2 παλαμναῖε
παλαμναῖε — παλαμναῖος one guilty of violence masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)